ἑνωτικάς — ἑνωτικά̱ς , ἑνωτικός serving to unite fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνακτικός — ή, όν, ΜΑ [συνάγω] αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να συνάγει, να συγκεντρώνει («ἐναντίων καὶ οὐχ ὁμοίων συνακτικὰ καὶ ἑνωτικὰ ταῡτα», Θεολ. Αριθμ.) μσν. (για άμφια) κατάλληλος να φορεθεί σε σύναξη, στην τέλεση τής Θείας Ευχαριστίας… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
ΕΟΚΑ — (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών). Οργάνωση που ιδρύθηκε από τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα (βλ. λ.) με τη συγκατάθεση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, και άρχισε, την 1η Απριλίου 1955, ένοπλο αγώνα εναντίον των Άγγλων κατακτητών της Κύπρου. Η οργάνωση… … Dictionary of Greek